Οι
Πλειάδες ήταν κόρες του τιτάνα Άτλαντα και της θαλάσσιας Νύμφης
Πλειόνης, αδελφές των Υάδων και, για κάποιους αρχαίους συγγραφείς, των
Εσπερίδων. Ήταν ακόλουθες στη συντροφιά της Άρτεμης. Την ύπαρξή τους οι
αρχαίοι Έλληνες εμπνεύσθηκαν απ' την ομώνυμη ομάδα αστέρων, που στα
νεώτερα χρόνια έγινε γνωστός σαν Πούλια. Γεννήθηκαν στο όρος Κυλλήνη,
θεωρούνταν θεότητες του βουνού, ενώ μαζί με τις Υάδες αποκαλούνταν
Ατλαντίδες, λόγω της πατρικής τους καταγωγής, αλλά και Δωδωνίδες ή
Νυσιάδες. Από την ένωσή τους με το Δία, τον Ποσειδώνα και τον Άρη,
γεννήθηκαν θεοί και ήρωες. Σε κάποιες μυθικές συλλογές, οι Πλειάδες
θεωρούνται τροφοί του μικρού Διόνυσου. Το όνομά τους πιθανόν προέρχεται
από το όνομα της μητέρας τους, Πλειόνης. Ωστόσο, το όνομα “Πλειάδες”
μπορεί να προέρχεται από το απαρέμφατο πλεῖν [=να πλεύσει], λόγω της
σημασίας του ομώνυμου αστερισμού, όπως θα δούμε πΙο κάτω, για την
οριοθέτηση των αρχαίων εποχικών κανόνων ναυτιλίας στη Μεσόγειο.
Σύμφωνα με άλλες εκδοχές της ιστορίας, οι επτά αδελφές αυτοκτόνησαν επειδή ήταν τόσο λυπημένες είτε από την τύχη του πατέρα τους, Άτλαντα, ή την απώλεια των αδελφών τους, των Υάδων. Με τη σειρά του ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών, απαθανάτισε τις αδελφές με την τοποθέτησή τους στον ουρανό.
Μια τελείως διαφορετική εκδοχή δίνει ο λυρικός Θεόκριτος [σχόλια με αναφορές στον Καλλίμαχο]. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, οι Πλειάδες ήταν κόρες μιας βασίλισσας των Αμαζόνων. Τα ονόματά τους ήταν: Μαία, Κοκκιμώ(;), Γλαυκία, Πρώτη, Παρθενία, Στονυχία(!) και Λαμπαδώ. Ο σχολιαστής του Θεοκρίτου πιστώνει σ' αυτές τις Πλειάδες την επινόηση τελετουργικών χορών και πανηγύρεων στη διάρκεια της νύχτας.
Το
αστρικό σμήνος, και όχι αστερισμός, των Πλειάδων χρησίμευε για τον
καθορισμό των εποχών στην αρχαιότητα, γιατί η εμφάνισή του στην ανατολή
γινόταν τέλη Μαΐου και ανήγγειλε την είσοδο του καλοκαιριού, ενώ η δύση
του προμήνυε την αρχή του χειμώνα. Ο Ησίοδος αναφέρει τις Πλειάδες στο
“Έργα και Ημέραι” του δίνοντας πρακτικές συμβουλές.
Γράφει
ο Ησίοδος: “εἰ δέ σε ναυτιλίης δυσπεμφέλου ἵμερος αἱρεῖ• εὖτ᾽ ἂν
Πλῃάδες σθένος ὄβριμον Ὠρίωνος φεύγουσαι πίπτωσιν ἐς ἠεροειδέα πόντον,
δὴ τότε παντοίων ἀνέμων θυίουσιν ἀῆται• καὶ τότε μηκέτι νῆας ἔχειν ἐνὶ
οἴνοπι πόντῳ”. Μετάφραση: "Κι αν λαχτάρα σε κυριεύει να πλέεις στην
τρικυμιώδη θάλασσα, όταν οι Πλειάδες φεύγουν τον ισχυρό Ωρίωνα και
κάνουν βουτιά στην ομιχλώδη βαθιά θάλασσα και όταν όλοι οι θυελλώδεις
άνεμοι μαίνονται, τότε μην κρατήσεις το πλοίο σου στη σκοτεινή [μαύρη
σαν κρασί] θάλασσα”. (Έργα και Ημέραι: 618 έως 623). Δηλαδή, όταν οι
Πλειάδες θα διαφεύγουν από τον Ωρίωνα και θα φαίνεται πως πέφτουν στη
θάλασσα, κατά τον Οκτώβριο-Νοέμβριο, πρέπει οι ναυτικοί να αποσύρουν
στην ξηρά τα σκάφη τους και, όπως λέει πιο κάτω, να “θυμηθούν να
δουλέψουν τη γη", μιας και το φθινόπωρο είναι η κατάλληλη στιγμή να
οργώσουν και να σπείρουν.
Η απώλεια μιας από τις αδελφές, της Μερόπης κατά την καταδίωξή της από τον Ωρίωνα, σε μερικούς μύθους, μπορεί να αντικατοπτρίζει ένα αστρονομικό γεγονός, όπου ένα από τα αστέρια στο σμήνος των Πλειάδων εξαφανίζεται συχνά από την όραση του γήινου παρατηρητή.
ΓΡΑΦΕΙ ΒΙΚΗ ΣΙΩΜΟΠΟΥΛΟΥ