Η ιστορία του θεάτρου ξεκίνησε στην Αρχαία Ελλάδα με τη γέννηση της τραγωδίας και της κωμωδίας από τον διθύραμβο, θεσμοθετήθηκε ως ιερό τελετουργικό και γνώρισε εξέλιξη. Αν και, θέατρο θα μπορούσαν να θεωρηθούν ακόμα και προϊστορικά δρώμενα. Στα πρώτα χρόνια του Homo sapiens, η ομαδική ζωή ως δομή εξελίσσεται σε κάτι πιο σύνθετο από τη διάκριση ανάλογα με τη γενετήσια ορμή και μυϊκή δύναμη (πχ κυρίαρχο αρσενικό κυρίαρχο θηλυκό κλπ.) και θα ορίσει θέσεις-ρόλους εξελίσσοντας τις αγέλες σε πρώτες κοινωνίες. Εκεί προκειμένου να ερμηνευτούν φυσικά φαινόμενα όπως λχ ο καιρός και τα πρώτα ερωτήματα που αφορούν τη ζωή και το θάνατο, στα οποία δεν μπορούσε να διακρίνει αιτίες και σχέσεις, ο άνθρωπος προσέφυγε στη μυθοπλασία. Οι πρώτες εκδηλώσεις λατρείας αφορούν την ανάγκη του ανθρώπου να επηρεάσει τη ροή των γεγονότων (πχ, να φέρει βροχή ή να έχει καλή σοδειά) με μια ποικιλία από δρώμενα με κοινό χαρακτηριστικό μιμητικές κινήσεις ομαδικά ή ατομικά κι εκκλήσεις προς τις θεοποιημένες δυνάμεις και τα φαινόμενα. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε μια καλλιτεχνική έκφραση σε εμβρυακό στάδιο με λογικά κι αισθητικά στοιχεία κι έναν λόγο που δεν είναι ακόμα οργανωμένος. Το θέατρο όπως το γνωρίζουμε σήμερα ,δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην Αρχαία Αθήνα, σαν μια εξέλιξη του διθυράμβου. Ο Διθύραμβος ήταν αυτοσχέδιο χορικό, λατρευτικό και θρησκευτικό άσμα, προς την λατρεία του θεού Διονύσου. Ψαλλόταν από ομάδα πενήντα ανδρών ή γυναικών, μεταμφιεσμένων ίσως σε τράγους με την συνοδεία αυλού, χορεύοντας γύρω από τον βωμό του. Το αρχαίο ελληνικό Θέατρο λοιπόν, βρίσκεται κάτω από την άμεση προστασία του Θεού. Ο ίδιος ο χώρος του Θεάτρου, είναι ένας ναός του Διονύσου. Στη μέση της πλατείας πάντα υπάρχει ο βωμός, η «τράπεζα», για να θυμίζει διαρκώς τον λόγο όπου συμβαίνον τα δρώμενα. Ας μην ξεχνάμε και την ύπαρξη των δραματικών αγώνων. Οι δραματικοί αγώνες συνδέονται με την αρχαία Αθήνα και ιδιαίτερα με το θέατρο του Διονύσου. Η διεξαγωγή των αγώνων αυτών, στον ιερό χώρο του Διονύσου, άρχισε να γίνεται μετά την οικοδόμηση του ναού προς τιμή του θεού. Ηθοποιοί παρουσίαζαν έργα κατά τη διάρκεια θρησκευτικών γιορτών, όπως τα Μεγάλα Διονύσια και τα Λήναια, με σκοπό την ανάδειξη και την προβολή της δραματικής ποίησης και του θεάτρου Διαμορφώθηκε, λοιπόν, η νότια πλευρά της Ακρόπολης, έτσι ώστε να συμπεριλάβει τον χώρο για τον κυκλικό λατρευτικό χορό, από τον οποίο προήλθε η ορχήστρα του θεάτρου, και τα εδώλια των θεατών. Επίσης, ο πρώτος των χορευτών, ο εξάρχων ,απέδιδε και κάποια αφήγηση σχετικά με την ζωή του θεού. Η εξέλιξή του χορού, οδήγησε στη γένεση της τραγωδίας, σύμφωνα με το θεωρητικό μοντέλο της δημιουργίας του δράματος του Αριστοτέλη. Η πρώτη μορφή του θεάτρου, σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας, ήταν η τραγωδία. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την τραγωδία σαν το ύψιστο είδος καλλιτεχνίας. Πρόκειται για την μεταφορά στην σκηνή μιας ανθρώπινης πράξεως. Αντίθετα ο δάσκαλός του, Πλάτωνας, υποστήριζε ότι πρόκειται για μίμηση των συναισθημάτων που προέρχονται από την απομίμηση μιας πράξεως, δηλαδή η τραγωδία για τον Πλάτωνα, ήταν «μίμηση της μίμησης», θυμήσου φιλέ αναγνώστη τώρα τις μιμητικές διαδικασίες που πράττονται σε απόκρυφες τεχνικές. Κατά την αριστοτελική άποψη, οι απόψεις που προσεγγίζουν το ζήτημα από εθνολογική σκοπιά, εκκινώντας από τους πρωτόγονους χορούς και τις μιμικές τελετές βλάστησης, δίνουν το προβάδισμα στα στοιχεία της μεταμόρφωσης και της θεοληψίας, κοινώς λάμβαναν εντός το Θείο στοιχείο, μέσω της θεατρικής πράξεως. Ο δραματοποιός ποιητής Αισχύλος, ήταν μύστης και ιεροφάντης των Ελευσίνιων Μυστηρίων και κατηγορήθηκε για αποκάλυψη άρρητων μυστικών μέσω των έργων του. Κατά τον Ηρόδοτο, ο τραγικός ποιητής Φρύνιχος, τιμωρήθηκε με πρόστιμο και απαγόρευση του έργου του Μιλήτου Άλωσις, γιατί υπενθύμισε στους Αθηναίους «οικεία κακά», δραματοποιώντας την υποδούλωση της φυλετικά συγγενικής Μιλήτου. Ίσως με αυτό που είπα, κατανοείτε τι θεώρησαν ασέβεια! Οι τραγωδίες αρχικά, παρουσιάζονταν από την 10η μέχρι και τη 15η ημέρα του Ελαφηβολιών (Μάρτιος/Απρίλιος) και μετά τους κλασικούς χρόνους έως και την 7η μεσούντος, δηλαδή δύο ημέρες ακόμα. Είναι επίσης γνωστό ότι από το 486 π.Χ. κατά τη διάρκεια των εορτών παρουσιάζονταν κωμωδίες. Ο διαγωνισμός τραγικών ηθοποιών τοποθετείται χρονικά στα 449 ενώ των κωμικών πολύ αργότερα (329-312).Στο Αρχαίο ελληνικό θέατρο, πρωταγωνιστούσαν μονάχα άντρες και ακόμη και σε γυναικείους ρόλους ντύνονταν οι ίδιοι γυναίκες. Σε όλη την ιστορία, από το ρεαλισμό της Αναγέννησης μέχρι τα μοντέρνα ρεύματα του 20ου αιώνα, το θέατρο διατηρεί πάντα την ικανότητά του να προσφέρει κάθαρση, νοητική και ψυχική. Η κάθαρσις, που αφορά το θεατή, επιδιώκεται από την «τοιούτων παθημάτων» δηλαδή παρόμοιων δικών του παθημάτων. Θα έλεγα ότι, ακόμα και ασυνείδητα, όποιος ασχολείται με το θέατρο, επιβάλει το εγώ του σε ένα είδος μύησης! Άλλωστε, και η ίδια η λέξη ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα θεώμαι, που σημαίνει βλέπω, παρατηρώ. Στην Ανατολή, κυρίως στην Ινδία και στις χώρες που επικράτησε ο Ινδουισμός, το Θέατρο αναπτύχθηκε αποκλειστικά σαν Τέχνη του Ιερού, όπως βλέπουμε και στο τεράστιο σε όγκο έπος της Ραμαγιάνα, που αφηγείται τις περιπέτειες του ημίθεου Ράμα. Το Θέατρο, εγκαινιάζει έναν καινούριο τύπο θεάματος μέσα στο σύστημα των δημόσιων γιορτών της πόλης και ως ιδιαίτερη μορφή έκφρασης, φανερώνει άγνωστες ως τότε πλευρές της ανθρώπινης εμπειρίας, σημαδεύει έναν σταθμό στη διαμόρφωση του εσωτερικού ανθρώπου. Το θέατρο ξεφεύγει από την πραγματικότητα. Ο ηθοποιός ουσιαστικά, νοητά εγκαταλείπει την προσωπικότητά του και μεταβαίνει και βιώνει, έστω και νοητά, μια άλλη πραγματικότητα και προσωπικότητα, Κάθε λέξη στο κείμενο, στο διάλογο ή στο μονόλογο, στοχεύει στην πρόκληση δράσης και παραγωγής συναισθήματος. Οι λέξεις, τα γεγονότα του κειμένου, ασφυκτιούν. Ζητούμενο είναι να αποκτήσουν φωνή και σκηνική υπόσταση περνώντας το ήθος στους χαρακτήρες των δρώντων. Το Θέατρο ξεπηδά από την ικανότητα του Νου να στήνει ένα παιχνίδι με τη πραγματικότητα, να σκέφτεται το πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα, να φαντάζεται, να δοκιμάζει, να φτάνει μέχρι να στήσει τον κόσμο με ένα τρόπο διαφορετικό. Η δυνατότητα του Νου να ανασυνθέσει τη πραγματικότητα για να την κρίνει και για να μάθει κάτι απ’ αυτήν, είναι η χαρακτηριστική διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο. Βιωματική μύηση στις αξίες του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη διαδικασία που στοχεύει να οδηγήσει τον εκπαιδευόμενο μέσα από προσωπικές εμπειρίες στην εμβάθυνση. Ηθοποιοί, Θεατές, Χώρος, ενώνονται και συλλειτουργούν (θυμήσου φιλέ αναγνώστη, όταν σμίγουν άνθρωποι που επικοινωνούν αληθινά, μπορούν να δημιουργήσουν έναν ολόκληρο κόσμο και ακριβώς αυτό ακριβώς κάνει ένας θίασος). Αυτό το σημείο της διαφοράς ανάμεσα σε άνθρωπο και ζώο, είναι το σημείο απ’ όπου ξεπηδά η έννοια του Ιερού. Εν τέλει, συχνά ο ενσυνείδητος στόχος είναι η απελευθέρωση, η προσπάθεια να ξεπεραστούν οι τυποποιημένοι τρόποι με τους οποίους κανείς σχετίζεται με τους άλλους και να έρθει σε επαφή με τα βασικά στοιχεία του σώματός του, του συναισθήματος, των σκέψεων που μπορούν αβίαστα να αναδυθούν. Η παράδοση των διδαγμάτων σε κάθε μυητικό βαθμό,γίνεται μέσω ενός θεατρικού δρώμενου που αποκαλείται «μύηση» - να γιατί ο ηθοποιός είναι ένας σύγχρονός μικρός μύστης!
ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ




