Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΝΤΑΣΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΝΤΑΣΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

ΕΙΜΑΙ Ο ΑΖΡΑΕΛ

 


Ο αρχηγός είχε εισχωρήσει στην υπόγεια στοά κρατώντας το μικρό του σπαθί. Πίσω του, οι άλλοι τέσσερις ιππότες ακολουθούσαν. Από τα βάθη της στοάς ακούγονταν ένα κλάμα που δυνάμωνε όσο πλησίαζαν. Παράλληλα με τον ήχο, μεγάλωνε και η οργή τους καθώς προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στο κέντρο της κατακόμβης. Φτάνοντας στο τέλος της, βρέθηκαν σε ένα πλάτωμα που έμοιαζε με αρχαίο δωμάτιο με έναν βωμό στο κέντρο του. Γύρω του στέκονταν άνθρωποι ντυμένοι με κόκκινους μανδύες και χρυσές μάσκες, που έκαναν την αναγνώριση των προσώπων αδύνατη. Οι πέντε βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά τους και εντοπίζοντας έντρομοι την πηγή του κλάματος σε ένα μωρό ακουμπισμένο πάνω στον βωμό, τράβηξαν αμέσως τα ξίφη τους. Ο αρχηγός είπε ειρωνικά:

- Συγνώμη φίλτατοι, αλλά φαίνεται πως δεν θα επιτρέψω αυτό το παιδί να δοθεί σε κάποιον αιμοδιψή αρχαίο θεό.

Ένας από τους παρευρισκόμενος του επιτέθηκε με το ξίφος του αμέσως, χάνοντας έτσι το κεφάλι του από το ξιφίδιο του αρχηγού. Από την πληγή αντί για αίμα, ξεχείλισε ένας πράσινος καπνός που έζεχνε. Κοιτώντας τους με μίσος, ο αρχηγός είπε

- Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι χρησιμοποιείτε τα κελύφη των ανθρώπων και αν κάποιοι από εσάς κάποτε ήταν άνθρωποι, έχουν πάψει από καιρό πια να είναι.

Κάποια όπλα φάνηκαν να σημαδεύουν τους ιππότες. Ήταν οι ελεύθεροι σκοπευτές που φύλαγαν την αποτρόπαια τελετή. Ο αρχηγός σήκωσε το χέρι του και δείχνοντας μια αφοπλισμένη χειροβομβίδα τους είπε γελώντας

- Μπορείτε να μας ρίξετε, αλλά πέφτοντας θα γίνουμε όλοι ταπετσαρία για τους τοίχους του ναού σας. Η άλλη σας επιλογή είναι να πάρουμε το μωρό και να φύγουμε όμορφα και ήσυχα.

Οι σύντροφοι του με διαταγή του, πλησίασαν τον βωμό και πήραν το μωρό στα χέρια τους. Ο ίδιος βούτηξε από τον λαιμό τον τελετάρχη και τον έσυρε ως ασπίδα μαζί του πίσω στη στοά της κατακόμβης, ώστε να φύγουν με ασφάλεια. Ό ίδιος καθώς τον έσερνε του είπε

- Θα μάθω ποιος κρύβεται πίσω από την λευκή σου μάσκα και θα σε κυνηγήσω όπου σε βρω.

Βγαίνοντας στο ξέφωτο, τον έδεσε στον κορμό ενός δέντρου και του είπε

- Οι εχθροί μου, εμένα και την λεπίδα μου με ξέρουν ως Άζραελ. Ένα μέρος μου, όταν τα άλλα αδέλφια μου δεν λυπήθηκαν τους ανθρώπους, είπε να τους δώσει μια ευκαιρία. Την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε και θα έχεις πράξει παρόμοια, θα βγάλω τη μάσκα μου και θα με δεις κατάματα. Αλλά θα είναι και το τελευταίο πράγμα που θα δεις σε αυτόν τον κόσμο. Τότε ίσως καταλάβεις ότι η οργή κάποιου που είναι μισός φως και μισός σκοτάδι, είναι πιο αμείλικτη από εσένα - ότι και αν είσαι.

Έφυγαν, αφήνοντας τον δεμένο τελετάρχη να ουρλιάζει από οργή.

Λίγες μέρες αργότερα, ο αποκαλούμενος Άζραελ, επέστρεψε στη στοά με πέντε άσχετους φίλους που λάτρευαν τα μυστήρια. Ο στόχος ήταν να διαπιστώσει εάν η στοά είχε σφραγιστεί, φορώντας τον μανδύα ενός απλού ανόητου ανθρώπου. Τράβηξε κάποιες φωτογραφίες, δήθεν για τον χώρο, κατανοώντας ότι ο χώρος είχε πάψει να λειτουργεί αφού είχε πλέον εντοπιστεί. Το μόνο που του έκανε εντύπωση ήταν ότι στο τέλος της στοάς, στο ταβάνι, υπήρχε μια καταπακτή που οδηγούσε σε ένα άλλο ναό μέσα σε ένα σπίτι. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ότι σίγουρα όποιοι και να ήταν τα πλάσματα ή οι άνθρωποι της τελετής, συνεργάζονταν με τους κατοίκους αυτού του σπιτιού. Ανάβοντας ένα τσιγάρο, σκέφτηκε ότι διάβολε, είχε ακόμη πολύ δουλειά στο πεδίο του και έφυγε γελώντας με τους φίλους του που αλίμονο! Δεν θα μάθαιναν ποτέ τίποτα από όλα αυτά... 

 Υ.Γ Ο Άζραελ πάντα μισούσε τους θεούς που ζητούσαν θυσία αίμα αθώων ψυχών.

ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ 

 

 

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ

 


Ο στρατιώτης μόλις έχει βγει από το φέρι. Απέξω τον περίμενε ένα τζιπ με δυο άντρες που τον συνέλαβαν κατευθείαν και του πέρασαν χειροπέδες. Ο ένας του απεύθυνε τον λόγο, λέγοντας του “Ξέρεις τι έχεις κάνει. Έφυγες εν καιρώ ασκήσεων και έχεις χαρακτηριστεί ως λιποτάκτης”

Ο στρατιώτης αμέσως σκέφτηκε ότι η δουλειά ήταν εξαρχής στημένη εναντίον του. Δεν είχαν περάσει δυο μήνες από όταν είχε εξαφανιστεί το όπλο του μυστηριωδώς από τη θέση φύλαξης, και αυτό σήμαινε άμεσα στρατοδικείο και φυλάκιση. Τότε, τον είχε φυλάξει το σύμπαν καθώς κάποιος τυχαίος αξιωματικός το είχε βρει κρυμμένο. Όμως, τώρα ήταν σίγουρος ότι την είχε πατήσει και φυσικά έφταιγε ο ίδιος. Οι δύο άντρες τον μετέφεραν σε ένα γραφείο, μπροστά σε έναν κουστουμαρισμένο τύπο, ο οποίος χαμογελώντας του είπε:

- Ξέρεις φιλαράκι, ενδιαφερόμαστε πάρα πολύ για αυτά που συμβαίνουν στο κεφάλι σου. Είσαι κάπως διαφορετικός και αυτό θαρρώ πως θα μας είναι χρήσιμο. Φυσικά έχεις την επιλογή να πας τέσσερα χρόνια φυλακή. Ή μπορείς να υπογράψεις το χαρτί που βρίσκεται μπροστά σου και να ακολουθήσεις μια παράξενη και σκληρή εκπαίδευση.

Ο στρατιώτης υπέγραψε χωρίς πολύ σκέψη το χαρτί. Οι δυο άντρες τον πήραν σηκωτό, αφού πρώτα τον έγδυσαν και τον πέταξαν σε ένα δωμάτιο όπου από την οροφή έπεφτε νερό κάθε πέντε λεπτά με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ξεκουραστεί ή να κοιμηθεί. Μερικοί επιμελέστατοι μπράβοι έμπαιναν στο δωμάτιο ανά μια ώρα και τον χτύπαγαν στο στομάχι και σε άλλα σημεία που δεν άφηναν εμφανή σημάδια. Ένας από αυτούς τον κοίταξε υποτιμητικά και του είπε:

- Μου τη δίνει η παλιόρατσα σας.

Ο στρατιώτης τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει τι εννοούσε ενώ ο άλλος μπράβος συμπλήρωνε την ώρα που τον χαστούκιζε:

-Κάποιοι νομίζουν ότι είστε καλύτεροι από εμάς.

Μετά από τριάντα δύο ώρες, τον τοποθέτησαν σε ένα ξύλο σαν να τον σταύρωναν. Τον άφησαν έτσι δεμένο στον ήλιο για μερικές ώρες. Όταν ο στρατιώτης ζήτησε νερό, ένας άντρας βούτηξε ένα σφουγγάρι σε ένα κουβά με πετρέλαιο και του άλειψε με αυτό το σώμα. Το δέρμα του άρχισε αμέσως να κοκκινίζει καθώς η θερμοκρασία του ανέβαινε και ο ήλιος τον έψηνε όλο και περισσότερο. Ο άνδρας γελώντας του είπε πως αν θέλει μπορεί να πιει από τον κουβά.

Όταν το βράδυ ο στρατιώτης έχασε πλέον τις αισθήσεις του, τον μετέφεραν σε ένα όρθιο ξύλινο κουτί, όπου τον χώραγε ίσα ίσα. Το κουτί άνοιγε από πάνω και κάθε πέντε λεπτά φρόντιζαν να του ρίχνουν παγωμένο νερό. Όταν τελείωσε και αυτό το μαρτύριο, ο στρατιώτης βρέθηκε πάλι μπροστά στον κουστουμαρισμένο άντρα όπου γελώντας του είπε πως λίγοι έχουν αντέξει αυτήν την εκπαίδευση, και αυτός φαίνεται να αντέχει. Ο στρατιώτης τον κοίταξε μειδιάζοντας την ώρα που ο άντρας του έλεγε:

- Μπορείς να σταματήσεις, να σκίσω το χαρτί που υπόγραψες και να πας στις στρατιωτικές φυλακές. Ή μπορείς να συνεχίσεις.

Ο στρατιώτης απάντησε ότι εάν του έδινε ο άντρας ένα τσιγάρο, θα του απαντούσε.

Κάπνισε βιαστικά το τσιγάρο που του δόθηκε καθώς καταλάβαινε πως δεν είχε πολύ χρόνο και στο τέλος, γελώντας απάντησε πως φτιάχτηκε για να αντέχει.

Σύντομα βρέθηκε σε ένα χειρουργικό τραπέζι, συνδεδεμένος με καλώδια και σωληνάκια που δεν θα καταλάβαινε ποτέ τι ήταν. Ένα παράξενο μηχάνημα του κάρφωσε δυο βελόνες στα μηνίγγια και καθώς εισχωρούσαν στους κροτάφους του, ο πόνος έγινε αφόρητος. Μέσα στον πόνο του ο στρατιώτης άκουσε δυο υψηλόβαθμους στρατηγούς να λένε πως αυτόν και τους όμοιους του πρέπει να μπορούν να τους ελέγχουν, πρέπει να δημιουργηθεί κάποιος μηχανισμός χειρισμού, κάποιο ελάττωμα. Σύντομα βρέθηκε σε ένα μηχάνημα που έμοιαζε με σολάριουμ και κάποιας μορφής ακτινοβολία τον χτύπαγε δίνοντας του την αίσθηση πως τον έψηνε εσωτερικά. Αργότερα διαπίστωσε πως μετά από αυτήν την εμπειρία δεν θα άντεχε ποτέ ξανά την ζέστη.

Όλα αυτά τα θυμόταν μετά από χρόνια πίνοντας καφέ με ένας φίλο του, που του έλεγε πως θέλει να γίνει σαν και αυτόν και να έχει τις ικανότητες του. Εκείνος γελώντας απάντησε:

- Ηλίθιε, δεν ξέρεις τι είναι να είσαι σαν και μένα. Τι τίμημα πρέπει να πληρώσεις, τι βάρος φέρει και την πιθανότητα να καταλήξεις χάμστερ σε κάποιο εργαστήριο.

Ο φίλος του έφυγε και συνέχισε να τον ζηλεύει για την υπόλοιπη του ζωή ενώ εκείνος πάντα τον κοίταζε υποτιμητικά γιατί ποτέ δεν κατανόησε τα λόγια του.

 

ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ 

 

 

 

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

ΓΕΝΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

 


Ο νεαρός είχε μόλις χωρίσει και ταυτόχρονα, απολυθεί από την στρατιωτική του θητεία. Ξεκίνησε να πάει να βρει εκείνη την όμορφη δικηγόρο που, αν και μεγαλύτερη του, τον θάμπωνε με την ομορφιά της και παράλληλα τον είχε εντάξει σε μια ομάδα που χρησιμοποιούσε το σεξ ως δύναμη. Το ραντεβού ήταν σε κάποιο μεγάλο, πλούσιο σπίτι και όταν ο νεαρός μπήκε μέσα, η γυναίκα του ζήτησε να φορέσει έναν μαύρο μανδύα και μια πλαστική μάσκα ώστε να μην διακρίνεται το πρόσωπο του. Περνώντας στη σάλα, βρέθηκε μαζί με άλλους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, ντυμένους παρόμοια, που επιδίδονταν σε πικάντικες σκηνές. Το νεαρό της ηλικίας του τον εξίταρε και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ότι δεν είχε να χάσει κάτι - άλλωστε αναζητούσε την περιπέτεια. Αφού πέρασε αρκετές ώρες συνευρισκόμενος με κάποιες από τις γυναίκες που βρίσκονταν στον χώρο, ξαφνικά τον προσέγγισε ένας ψηλός άντρας και τον ρώτησε επιτακτικά:

-Μικρέ, τι γυρεύεις εδώ; Έχεις καταλάβει άραγε που έχεις μπλέξει; Η Αδελφότητα της Λίλιθ δεν αστειεύεται.

Σύντομα, τον τράβηξε στον κήπο και του είπε ότι τον ψάχνουν χρόνια, ότι δεν το περίμεναν να τον βρουν εκεί μέσα και του έδειξε πέντε άντρες με παρόμοιους μανδύες να προσπαθούν να αναγκάσουν ένα κορίτσι δια της βίας, να βρεθεί μαζί τους. Η κοπέλα κυριολεκτικά ούρλιαζε ενώ από πάνω της οι άντρες γελούσαν κάνοντας άσεμνες χειρονομίες. Ο μεγαλόσωμος άντρας σήκωσε το μανδύα του και αποκάλυψε ένα μικρό ξίφος. Άγγιξε με το χέρι του τον ώμο του νεαρού και του μετέφερε όλο το συναίσθημα που βίωνε η κοπέλα. Ο νεαρός χωρίς καν να το σκεφτεί άρπαξε το ξιφίδιο από τον άντρα και όρμησε προς τους άντρες, μαχαιρώνοντας τους. Προς έκπληξη του, τα σώματα των αντρών ατμοποιήθηκαν και εξαϋλώθηκαν. Ο μεγαλόσωμος άντρας πλησίασε τον νεαρό που όντας σε κατάσταση σοκ, τόσο εκείνος όσο και η κοπέλα, προσπαθούσε να την ντύσει. Ο άντρας του είπε

- Να είσαι σίγουρος πως αυτοί που μόλις σκότωσες δεν ήταν άνθρωποι. Αυτό που θέλαμε να δούμε σε σένα, είναι αν έχεις περάσει στην άλλη πλευρά - dark zone- και αν τελικά άξιζε που σε ψάχναμε τόσα χρόνια.

Ο νεαρός που δεν καν καταλάβει τι ακριβώς του συνέβαινε, ψελλίζοντας προσπαθούσε να μάθει τι εννοούσε ο άντρας. Ο άντρας του είπε ότι θα του τα εξηγούσε όλα σε ένα ραντεβού λίγες μέρες αργότερα, σε ένα ναό στο κέντρο της Αθήνας.

Όντως, κάποιες μέρες αργότερα βρέθηκαν έξω από τον ναό χωρίς τις μάσκες και τους μανδύες τους, και ο άντρας που του συστήθηκε ως Α, άνοιξε την πόρτα του ναού. Εκεί τον υποδέχτηκε μια ομάδα αντρών με σπαθιά και ιπποτικά σύμβολα, ενώ ο νεαρός αποσβολωμένος και χαμένος ακολουθούσε πίσω του. Με το που έφτασαν μπροστά στο ιερό, ένα ξίφος σηκώθηκε στο λαιμό του νεαρού, ζητώντας από τον Α να δώσει εξηγήσεις για το ποια δουλειά είχε ανάμεσα τους ένας νεαρός θνητός. Ο Α σήκωσε το σπαθί του εναντίον του άλλου άντρα και δήλωσε πως ο νεαρός έστεκε μπροστά τους ως γιος του και όποιος τον έβλαπτε θα είχε να κάνει μαζί του. Δυο παρευρισκόμενοι βρέθηκαν μπροστά του, είπαν κάποια παράξενα λόγια και τότε άξαφνα, εμφανίστηκε ένα παράξενο φως στο χώρο που έλουσε τον νεαρό. Τότε, όλοι οι παρευρισκόμενοι προσκύνησαν και ο Α γύρισε και είπε στους υπόλοιπους:

- Όπως καταλάβατε, ανάμεσά μας έχουμε αυτόν που περιμέναμε 100 χρόνια, αυτόν που θα ενώσει το παλιό με το καινούριο και που αναφέρεται στα ιερά μας βιβλία ως ο Δικαστής.

Ο νεαρός κοιτούσε αποσβολωμένος, όλοι είχαν γονατίσει μπροστά του, τα σπαθιά όλων ήταν σε στάση χαιρετισμού προς το μέρος του, ενώ ο Α του πρόσφερε έναν λευκό μανδύα με περίεργα σύμβολα και ένα ξίφος. Έπειτα, αφού τον έβαλε να ορκιστεί του είπε:

- Εγέρσου, από σήμερα είσαι ο μαθητής μου.

Ο νεαρός γελώντας του απάντησε:

- Και πότε ακριβώς θα γίνω και εγώ δάσκαλος;

Ο Α απάντησε γελώντας και αυτός πως αυτό θα γίνει όταν η λεπίδα του νεαρού συναντήσει την λεπίδα τη δική του.

Κάπως έτσι, κάπου στο σύμπαν, ξεκίνησε η πορεία ενός δασκάλου και ενός μαθητή. Ένα πολεμιστής γεννήθηκε με το βάρος να πολεμάει καταστάσεις που ο κοινός ανθρώπινος νους ίσως να μην καταλάβαινε ποτέ. 

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ