Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ

 


Ο στρατιώτης μόλις έχει βγει από το φέρι. Απέξω τον περίμενε ένα τζιπ με δυο άντρες που τον συνέλαβαν κατευθείαν και του πέρασαν χειροπέδες. Ο ένας του απεύθυνε τον λόγο, λέγοντας του “Ξέρεις τι έχεις κάνει. Έφυγες εν καιρώ ασκήσεων και έχεις χαρακτηριστεί ως λιποτάκτης”

Ο στρατιώτης αμέσως σκέφτηκε ότι η δουλειά ήταν εξαρχής στημένη εναντίον του. Δεν είχαν περάσει δυο μήνες από όταν είχε εξαφανιστεί το όπλο του μυστηριωδώς από τη θέση φύλαξης, και αυτό σήμαινε άμεσα στρατοδικείο και φυλάκιση. Τότε, τον είχε φυλάξει το σύμπαν καθώς κάποιος τυχαίος αξιωματικός το είχε βρει κρυμμένο. Όμως, τώρα ήταν σίγουρος ότι την είχε πατήσει και φυσικά έφταιγε ο ίδιος. Οι δύο άντρες τον μετέφεραν σε ένα γραφείο, μπροστά σε έναν κουστουμαρισμένο τύπο, ο οποίος χαμογελώντας του είπε:

- Ξέρεις φιλαράκι, ενδιαφερόμαστε πάρα πολύ για αυτά που συμβαίνουν στο κεφάλι σου. Είσαι κάπως διαφορετικός και αυτό θαρρώ πως θα μας είναι χρήσιμο. Φυσικά έχεις την επιλογή να πας τέσσερα χρόνια φυλακή. Ή μπορείς να υπογράψεις το χαρτί που βρίσκεται μπροστά σου και να ακολουθήσεις μια παράξενη και σκληρή εκπαίδευση.

Ο στρατιώτης υπέγραψε χωρίς πολύ σκέψη το χαρτί. Οι δυο άντρες τον πήραν σηκωτό, αφού πρώτα τον έγδυσαν και τον πέταξαν σε ένα δωμάτιο όπου από την οροφή έπεφτε νερό κάθε πέντε λεπτά με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ξεκουραστεί ή να κοιμηθεί. Μερικοί επιμελέστατοι μπράβοι έμπαιναν στο δωμάτιο ανά μια ώρα και τον χτύπαγαν στο στομάχι και σε άλλα σημεία που δεν άφηναν εμφανή σημάδια. Ένας από αυτούς τον κοίταξε υποτιμητικά και του είπε:

- Μου τη δίνει η παλιόρατσα σας.

Ο στρατιώτης τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει τι εννοούσε ενώ ο άλλος μπράβος συμπλήρωνε την ώρα που τον χαστούκιζε:

-Κάποιοι νομίζουν ότι είστε καλύτεροι από εμάς.

Μετά από τριάντα δύο ώρες, τον τοποθέτησαν σε ένα ξύλο σαν να τον σταύρωναν. Τον άφησαν έτσι δεμένο στον ήλιο για μερικές ώρες. Όταν ο στρατιώτης ζήτησε νερό, ένας άντρας βούτηξε ένα σφουγγάρι σε ένα κουβά με πετρέλαιο και του άλειψε με αυτό το σώμα. Το δέρμα του άρχισε αμέσως να κοκκινίζει καθώς η θερμοκρασία του ανέβαινε και ο ήλιος τον έψηνε όλο και περισσότερο. Ο άνδρας γελώντας του είπε πως αν θέλει μπορεί να πιει από τον κουβά.

Όταν το βράδυ ο στρατιώτης έχασε πλέον τις αισθήσεις του, τον μετέφεραν σε ένα όρθιο ξύλινο κουτί, όπου τον χώραγε ίσα ίσα. Το κουτί άνοιγε από πάνω και κάθε πέντε λεπτά φρόντιζαν να του ρίχνουν παγωμένο νερό. Όταν τελείωσε και αυτό το μαρτύριο, ο στρατιώτης βρέθηκε πάλι μπροστά στον κουστουμαρισμένο άντρα όπου γελώντας του είπε πως λίγοι έχουν αντέξει αυτήν την εκπαίδευση, και αυτός φαίνεται να αντέχει. Ο στρατιώτης τον κοίταξε μειδιάζοντας την ώρα που ο άντρας του έλεγε:

- Μπορείς να σταματήσεις, να σκίσω το χαρτί που υπόγραψες και να πας στις στρατιωτικές φυλακές. Ή μπορείς να συνεχίσεις.

Ο στρατιώτης απάντησε ότι εάν του έδινε ο άντρας ένα τσιγάρο, θα του απαντούσε.

Κάπνισε βιαστικά το τσιγάρο που του δόθηκε καθώς καταλάβαινε πως δεν είχε πολύ χρόνο και στο τέλος, γελώντας απάντησε πως φτιάχτηκε για να αντέχει.

Σύντομα βρέθηκε σε ένα χειρουργικό τραπέζι, συνδεδεμένος με καλώδια και σωληνάκια που δεν θα καταλάβαινε ποτέ τι ήταν. Ένα παράξενο μηχάνημα του κάρφωσε δυο βελόνες στα μηνίγγια και καθώς εισχωρούσαν στους κροτάφους του, ο πόνος έγινε αφόρητος. Μέσα στον πόνο του ο στρατιώτης άκουσε δυο υψηλόβαθμους στρατηγούς να λένε πως αυτόν και τους όμοιους του πρέπει να μπορούν να τους ελέγχουν, πρέπει να δημιουργηθεί κάποιος μηχανισμός χειρισμού, κάποιο ελάττωμα. Σύντομα βρέθηκε σε ένα μηχάνημα που έμοιαζε με σολάριουμ και κάποιας μορφής ακτινοβολία τον χτύπαγε δίνοντας του την αίσθηση πως τον έψηνε εσωτερικά. Αργότερα διαπίστωσε πως μετά από αυτήν την εμπειρία δεν θα άντεχε ποτέ ξανά την ζέστη.

Όλα αυτά τα θυμόταν μετά από χρόνια πίνοντας καφέ με ένας φίλο του, που του έλεγε πως θέλει να γίνει σαν και αυτόν και να έχει τις ικανότητες του. Εκείνος γελώντας απάντησε:

- Ηλίθιε, δεν ξέρεις τι είναι να είσαι σαν και μένα. Τι τίμημα πρέπει να πληρώσεις, τι βάρος φέρει και την πιθανότητα να καταλήξεις χάμστερ σε κάποιο εργαστήριο.

Ο φίλος του έφυγε και συνέχισε να τον ζηλεύει για την υπόλοιπη του ζωή ενώ εκείνος πάντα τον κοίταζε υποτιμητικά γιατί ποτέ δεν κατανόησε τα λόγια του.

 

ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ