Ο αρχηγός είχε εισχωρήσει στην υπόγεια στοά κρατώντας το μικρό του σπαθί. Πίσω του, οι άλλοι τέσσερις ιππότες ακολουθούσαν. Από τα βάθη της στοάς ακούγονταν ένα κλάμα που δυνάμωνε όσο πλησίαζαν. Παράλληλα με τον ήχο, μεγάλωνε και η οργή τους καθώς προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στο κέντρο της κατακόμβης. Φτάνοντας στο τέλος της, βρέθηκαν σε ένα πλάτωμα που έμοιαζε με αρχαίο δωμάτιο με έναν βωμό στο κέντρο του. Γύρω του στέκονταν άνθρωποι ντυμένοι με κόκκινους μανδύες και χρυσές μάσκες, που έκαναν την αναγνώριση των προσώπων αδύνατη. Οι πέντε βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά τους και εντοπίζοντας έντρομοι την πηγή του κλάματος σε ένα μωρό ακουμπισμένο πάνω στον βωμό, τράβηξαν αμέσως τα ξίφη τους. Ο αρχηγός είπε ειρωνικά:
- Συγνώμη φίλτατοι, αλλά φαίνεται πως δεν θα επιτρέψω αυτό το παιδί να δοθεί σε κάποιον αιμοδιψή αρχαίο θεό.
Ένας από τους παρευρισκόμενος του επιτέθηκε με το ξίφος του αμέσως, χάνοντας έτσι το κεφάλι του από το ξιφίδιο του αρχηγού. Από την πληγή αντί για αίμα, ξεχείλισε ένας πράσινος καπνός που έζεχνε. Κοιτώντας τους με μίσος, ο αρχηγός είπε
- Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι χρησιμοποιείτε τα κελύφη των ανθρώπων και αν κάποιοι από εσάς κάποτε ήταν άνθρωποι, έχουν πάψει από καιρό πια να είναι.
Κάποια όπλα φάνηκαν να σημαδεύουν τους ιππότες. Ήταν οι ελεύθεροι σκοπευτές που φύλαγαν την αποτρόπαια τελετή. Ο αρχηγός σήκωσε το χέρι του και δείχνοντας μια αφοπλισμένη χειροβομβίδα τους είπε γελώντας
- Μπορείτε να μας ρίξετε, αλλά πέφτοντας θα γίνουμε όλοι ταπετσαρία για τους τοίχους του ναού σας. Η άλλη σας επιλογή είναι να πάρουμε το μωρό και να φύγουμε όμορφα και ήσυχα.
Οι σύντροφοι του με διαταγή του, πλησίασαν τον βωμό και πήραν το μωρό στα χέρια τους. Ο ίδιος βούτηξε από τον λαιμό τον τελετάρχη και τον έσυρε ως ασπίδα μαζί του πίσω στη στοά της κατακόμβης, ώστε να φύγουν με ασφάλεια. Ό ίδιος καθώς τον έσερνε του είπε
- Θα μάθω ποιος κρύβεται πίσω από την λευκή σου μάσκα και θα σε κυνηγήσω όπου σε βρω.
Βγαίνοντας στο ξέφωτο, τον έδεσε στον κορμό ενός δέντρου και του είπε
- Οι εχθροί μου, εμένα και την λεπίδα μου με ξέρουν ως Άζραελ. Ένα μέρος μου, όταν τα άλλα αδέλφια μου δεν λυπήθηκαν τους ανθρώπους, είπε να τους δώσει μια ευκαιρία. Την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε και θα έχεις πράξει παρόμοια, θα βγάλω τη μάσκα μου και θα με δεις κατάματα. Αλλά θα είναι και το τελευταίο πράγμα που θα δεις σε αυτόν τον κόσμο. Τότε ίσως καταλάβεις ότι η οργή κάποιου που είναι μισός φως και μισός σκοτάδι, είναι πιο αμείλικτη από εσένα - ότι και αν είσαι.
Έφυγαν, αφήνοντας τον δεμένο τελετάρχη να ουρλιάζει από οργή.
Λίγες μέρες αργότερα, ο αποκαλούμενος Άζραελ, επέστρεψε στη στοά με πέντε άσχετους φίλους που λάτρευαν τα μυστήρια. Ο στόχος ήταν να διαπιστώσει εάν η στοά είχε σφραγιστεί, φορώντας τον μανδύα ενός απλού ανόητου ανθρώπου. Τράβηξε κάποιες φωτογραφίες, δήθεν για τον χώρο, κατανοώντας ότι ο χώρος είχε πάψει να λειτουργεί αφού είχε πλέον εντοπιστεί. Το μόνο που του έκανε εντύπωση ήταν ότι στο τέλος της στοάς, στο ταβάνι, υπήρχε μια καταπακτή που οδηγούσε σε ένα άλλο ναό μέσα σε ένα σπίτι. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ότι σίγουρα όποιοι και να ήταν τα πλάσματα ή οι άνθρωποι της τελετής, συνεργάζονταν με τους κατοίκους αυτού του σπιτιού. Ανάβοντας ένα τσιγάρο, σκέφτηκε ότι διάβολε, είχε ακόμη πολύ δουλειά στο πεδίο του και έφυγε γελώντας με τους φίλους του που αλίμονο! Δεν θα μάθαιναν ποτέ τίποτα από όλα αυτά...
ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ