Οι καθαροί, ως μεσαιωνική αίρεση, εμφανίστηκαν το 12ο αιώνα και εξαπλώθηκαν γρήγορα κυρίως στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, γιατί είχαν απέναντί τους άπληστους ευγενείς, διεφθαρμένους βασιλείς και φεουδάρχες και κυρίως μια εκκλησιαστική ιεραρχία πλούσια και εξαγορασμένη. Η εκκλησία των καθαρών περιελάβανε δύο ομάδες: τους πιστούς (λαός) και τους τέλειους (ιερείς). Μολονότι ο όρος «Καθαροί» (γαλλ. Cathares, γερμαν. Katharer, εκ της ελληνικής λέξεως «καθαρός») χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες για τον προσδιορισμό της αίρεσης, οι ίδιοι οι Καθαροί αυτό προσδιορίζονταν συνήθως με το όνομα «καλοί άνθρωποι» (bonshommes) ή «καλοί χριστιανοί», με βάση τα ελάχιστα κείμενά τους που έχουν διασωθεί. Λέγονταν επίσης και Αλβιγηνοί, από την πόλη Αλμπί όπου ιδρύθηκε το πρώτο επισκοπάτο τους· ειρωνεία της τύχης, κοντά στην ίδια πόλη συνεδρίασε και η εκκλησιαστική σύνοδος του 1176, η οποία χαρακτήρισε τη διδασκαλία των Καθαρών αιρετική. Επιπλέον, για τον όρο «Καθαρός» υπάρχουν δύο εξηγήσεις: η πρώτη έχει προέλευση από την ελληνική λέξη «καθαρός» και συμβόλιζε την αγνότητα και η δεύτερη στηρίζεται στη θεωρία ότι η ρίζα του χαρακτηρισμού «Καθαρός» έχει σχέση με τη γερμανική λέξη «Ketter», που σημαίνει αιρετικός.Η αίρεση είναι ήδη υπαρκτή από τον 12ο αιώνα και εντοπίζεται στη νοτιοδυτική Γαλλία, με κεντρικό σημείο την πόλη Αλμπί και σε ορισμένες περιοχές της Ιταλίας. Ακολουθούν εξαιρετικά αυστηρούς περιορισμούς στην καθημερινή τους ζωή, και τους τελευταίους να έχουν αρκετά περισσότερες ελευθερίες, με συνέπεια πολλοί Πιστοί να μην ενστερνίζονται τους περιορισμούς των «Τέλειων» παρά μόνο όταν ένιωθαν πως πλησίαζε το τέλος τους. Ακόμη και οι αντίπαλοί τους ωστόσο παραδέχονταν την τιμιότητά τους: ο άγιος Βερνάρδος του Κλαιρβώ, πολέμιος των Καθαρών, σημείωνε «ο Καθαρός κανέναν δεν εξαπατά, κανέναν δεν παραμερίζει, σε κανέναν δεν ασκεί βία, οι παρειές του είναι χλωμές λόγω της νηστείας, δεν τρώει τον άρτο της αργίας, εργάζεται με τα χέρια του και κερδίζει τα προς το ζην».Οι καταβολές της αίρεσης αυτής εικάζεται ότι προέρχονται από ανατολικές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και βασίζονταν στις θεωρίες των Βογομίλων της Βουλγαρίας, των Παυλικιανών και υπάρχει θεωρία ότι μεγάλη επιρροή στην αίρεση αυτήν είχε η αίρεση του Αρρειανισμού. Η δυϊστική αντίληψη είναι κληροδοτημένη, όπως επισημαίνει ο J. Gray, από τους Πέρσες προφήτες Ζωροάστρη και Μάνη και πρεσβεύει ότι η ζωή είναι μια μάχη μεταξύ φωτός και σκότους, καλού (θεός- πνεύμα) και κακού (σατανάς- ύλη). Η εσχατολογική δε διάσταση, είναι η πεποίθηση ότι η ανθρωπότητα ζει τις έσχατες μέρες της και ένας νέος τέλειος κόσμος θα αναδυθεί μέσα από την καταστροφή του παλιού. Η μύηση των τέλειων πραγματοποιούνταν μέσω μιας τελετής πνευματικού βαφτίσματος, το οποίο αποκαλούνταν κονσολαμέντουμ. Αυτό γινόταν μέσω επίθεσης των χεριών, ύστερα από ενός έτους επιτήρηση. Η τελετή θεωρούνταν ότι απελευθέρωνε τον υποψήφιο από τη διακυβέρνηση του Σατανά, τον εξάγνιζε από κάθε αμαρτία και του μετέδιδε το άγιο πνεύμα. Από αυτά προήλθε ο όρος «τέλειος», ο οποίος εφαρμοζόταν στη σχετικά μικρή ομάδα εκλεκτών που ενεργούσαν ως διάκονοι προς τους πιστούς. Οι τέλειοι έπαιρναν όρκους αποχής, αγνότητας και φτώχειας. Αν ο τέλειος ήταν παντρεμένος, έπρεπε να εγκαταλείψει τον ή τη σύντροφό του, εφόσον οι Καθαροί πίστευαν ότι η σεξουαλική επαφή ήταν το προπατορικό αμάρτημα. . Θεωρούσαν ότι το μεγαλύτερο μέρος των Εβραϊκών Γραφών προερχόταν από τον Διάβολο. Χρησιμοποιούσαν μέρη των Ελληνικών Γραφών, λόγου χάρη εδάφια που αντιπαραβάλλουν τη σάρκα με το πνεύμα, για να υποστηρίζουν τη δυαδιστική φιλοσοφία τους. Στην Κυριακή Προσευχή, προσεύχονταν για «τον άρτων ημών τον άυλων» (εννοώντας «πνευματικό άρτο») και όχι για «τον άρτων ημών τον επιούσιόν», εφόσον ο υλικός άρτος ήταν αναγκαίο κακό κατά την άποψή τους. Πολλές διδασκαλίες των Καθαρών βρίσκονταν σε οξεία αντίθεση με την Αγία Γραφή. Για παράδειγμα, πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και στη μετενσάρκωση. Μετά τον Αλβιγηνικό πόλεμο (1208-1244), στη διάρκεια του οποίου οι δυνάμεις του πάπα εισέβαλαν στην επαρχία της Γαλλίας Λάνγκντοκ, θανατώθηκαν χιλιάδες Καθαροί – όταν ο παπικός εκπρόσωπος ρωτήθηκε από τους στρατιώτες πώς θα ξεχώριζαν τους Καθαρούς, αυτός απάντησε: «Σκοτώστε τους όλους, ο Θεός θα αναγνωρίσει τους δικούς Του». Τελικά η πρωτεύουσά τους, το φρούριο Μονσεγκίρ, καταλήφθηκε, η Ιερά Εξέταση τους καταδίωξε και ήδη από τις αρχές του 14ου αιώνα εξαφανίστηκαν. Το μόνο κείμενο των Καθαρών που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας είναι ένα τελετουργικό γραμμένο σε μια ρωμανική διάλεκτο του Troubadours. Μετά τη βίαιη διάλυση των Καθαρών δεν ξανάγινε καμιά αναφορά σε αυτούς, παρά την κατά καιρούς εμφάνιση διαφόρων ομάδων που διεκδικούσαν την κληρονομιά της αίρεσης-σέκτας. Οι Καθαροί οπωσδήποτε δεν ήταν αληθινοί Χριστιανοί. Αλλά δικαιολογούσε η κριτική που ασκούσαν στην Καθολική Εκκλησία τη βάναυση εξόντωσή τους από μέρους λεγόμενων Χριστιανών; Οι Καθολικοί διώκτες και δολοφόνοι τους ατίμασαν τον Θεό και τον Χριστό, και κακό παρέστησαν την αληθινή Χριστιανοσύνη καθώς βασάνιζαν και έσφαζαν εκείνους τους δεκάδες χιλιάδες διαφωνούντες.
ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ