Ως ιέρεια της Αθηνάς, η Χρυσηίς κατείχε δημόσιο αξίωμα συγκρίσιμο και ισότιμο με εκείνο των ιερέων που υπηρετούσαν τους θεούς στην Αθήνα.
Η Χρυσηίς δεν ήταν η μόνη ιέρεια που απολάμβανε καθεστώς ανάλογης περιωπής. Μάλιστα, τα αρχαιολογικά δεδομένα βεβαιώνουν την εξέχουσα θέση των ιερειών όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Οι ιέρειες ηγούνταν πομπών, φύλασσαν τους θησαυρούς των ναών, άναβαν τη φωτιά στους βωμούς των ιερών και προΐσταντο των θυσιών. Μαθαίνουμε, επίσης, ότι οι ιέρειες έπαιρναν τον λόγο ενώπιον της Βουλής και του Δήμου, έθεταν τη σφραγίδα τους σε επίσημα έγγραφα και απέπεμπαν τους παρείσακτους από τα ιερά.
Το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα αρχαία κείμενα προέρχονται από την Αθήνα —όπου η στάση απέναντι στις γυναίκες ήταν πιο περιοριστική— έχει οδηγήσει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι το ίδιο ίσχυε για όλες τις ελληνικές πόλεις. Το ελληνικό Πάνθεον, άλλωστε, είναι γεμάτο από ισχυρές γυναικείες θεότητες, όπως η Αθηνά, η Άρτεμις και η Ήρα. Αντί για μια μονολιθική κατάσταση, οι ρόλοι των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλομορφία.
Γύρω στο 350 π.Χ., η Αξιοθέα από τον Φλιούντα της Κορινθίας σπούδασε φιλοσοφία κοντά στον Πλάτωνα· ορισμένες πηγές, μάλιστα, αναφέρουν ότι μεταμφιέστηκε σε άνδρα για να παρεισφρήσει στη σχολή του. Τον 6ο αιώνα π.Χ., η δελφική ιέρεια Θεμιστόκλεια (αναφερόμενη και ως Αριστόκλεια ή Θεόκλεια) ήταν μαθηματικός και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν εκείνη που μύησε τον Πυθαγόρα στις αρχές της αριθμοσοφίας και της γεωμετρίας.
ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ
Γενικά, οι ιέρειες —όπως όλοι οι άρχοντες ή οι δικαστές— λογοδοτούσαν στον Δήμο, ενώπιον των πολιτών της πόλεως. Τυπικά, συνοδεύονταν από ένα άρρεν μέλος της οικογένειάς τους. Επειδή η ευσέβεια αποτελούσε συστατικό στοιχείο της ιδιότητας του καλού πολίτη, οι Αθηναίες ιέρειες μπορούν να θεωρηθούν «αρχόντισσες», έστω και αν το αξίωμα αυτό ήταν μοναδικό στο πλαίσιο του ιερατείου και το μοναδικό δημόσιο αξίωμα που ήταν ανοικτό στις γυναίκες.
Οι ιερείς και οι ιέρειες εκλέγονταν ή κληρώνονταν συνήθως για θητεία ενός έτους —χωρίς ωστόσο να λείπουν και τα ισόβια ιερατικά αξιώματα— και τα καθήκοντά τους περιορίζονταν αυστηρά στο ιερό στο οποίο είχαν οριστεί. Ιερατικό αξίωμα μπορούσε να διεκδικήσει οποιοσδήποτε πολίτης, αρκεί να ήταν αρτιμελής, νομοταγής και να διακρινόταν από αγνότητα ψυχής.
Σώζεται, μάλιστα, ο κανονισμός της λατρείας της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη, από τον οποίο μαθαίνουμε ότι η ιέρεια εκλεγόταν από την Εκκλησία του Δήμου —το ανώτατο δηλαδή πολιτικό όργανο της αθηναϊκής Δημοκρατίας— ανάμεσα από όλες τις Αθηναίες δέσποινες. Οι γυναίκες μπορούσαν να αποκτήσουν το αξίωμα της ιέρειας μέσω κληρονομικότητας, κλήρωσης, επιλογής, εκλογής ή ακόμη και εξαγοράς.
Τα παλαιά και σεβαστά αξιώματα των ιερειών της Αθηνάς Πολιάδος στην Αθήνα, καθώς και της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα, μεταβιβάζονταν κληρονομικά από τη μία γενιά στην άλλη εντός του ίδιου γένους (οικογένειας) για περίπου επτακόσια χρόνια! Σύμφωνα με επιγραφικά δεδομένα, το αξίωμα της ιέρειας της Αθηνάς κληροδοτούνταν από το πρεσβύτερο άρρεν μέλος του γένους των Ετεοβουτάδων στη μεγαλύτερη κόρη του και, στη συνέχεια, με τη λήξη της θητείας της, στην πρωτότοκη κόρη του πρεσβύτερου αδελφού της. Η καταγραφή της ιστορίας των Ελληνίδων ιερειών υπήρξε προϊόν κοπιαστικής προσπάθειας και απαίτησε μακροχρόνια έρευνα σε εκτενέστατο αρχαιολογικό υλικό.
ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ
