Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΙΠΠΟΤΗ

 

 


 

Ο ιππότης είναι ένα άτομο στο οποίο έχει απονεμηθεί ο τιμητικός τίτλος του ιπποτισμού από ανώτερο ή άλλον πολιτικό ηγέτη για την εξυπηρέτηση του μονάρχη ή της χώρας, ως στρατιώτη. Η λέξη πρωτοεμφανίζεται στην Ιλιάδα του Ομήρου ως επίθετο του Νέστωρος, "ἱππότα Νέστωρ". Συχνά, ένας ιππότης  ο οποίος υπηρετούσε ένα άρχοντα ως πολεμιστής, πληρωνόταν από τον άρχοντα, σε εκτάσεις γης. Οι άρχοντες εμπιστεύονταν τους ιππότες, οι οποίοι ήταν ειδικευμένοι στη μάχη πάνω σε άλογα. Από τις αρχές της σύγχρονης περιόδου, ο τίτλος του ιππότη είναι καθαρά τιμητικός. Γενικά θεωρείται ότι, ιππότες ήταν μόνο οι άνδρες, στην πραγματικότητα όμως υπήρχαν πολλές γυναίκες ιππότες. Για πολλούς αιώνες διάφορες γυναίκες όπως η Μαρία του Ποτσουόλι, η Μάργκαρετ Πέστον, η Αλίκη Νύβετ του Μπουσάν και άλλες, πολέμησαν στο πεδίο της μάχης σώμα με σώμα και διοίκησαν στρατούς. Οι σύζυγοι των ιπποτών που δεν συμμετείχαν σε μάχες, ονομάζονταν chevaleresses, δηλαδή “ιππότισσες”, ενώ εκείνες που συμμετείχαν στις μάχες ονομάζονταν chevaliers, δηλαδή “ιππότες”. Με τη λέξη Μύηση (μέσω της τελετής του Χρίσματος, με Ιερό Έλαιο, ξίφος στους ώμους κλπ.) στον Ιπποτισμό, υποδεικνύεται η βαρύτατη σημασία του εν λόγω λειτουργήματος, που ξεπερνά τις ευθύνες ενός τυπικού στρατιωτικού καθήκοντος. Ο Άγιος Βερνάρδος του Κλαιρβώ λέει πως: «Η κοσμική ιπποσύνη διατρέχει τον κίνδυνο να πέσει σε πνευματικό θάνατο» και πως «οι Ιππότες που ανήκουν στην Ουράνιο Ιπποσύνη εμπνέονται από ανώτερες πνευματικές αξίες» και «…τα όπλα τους είναι πνευματικά». Η ιπποσύνη (γαλλικά: chevalerie) ή ο ιπποτικός κώδικας είναι ένας άτυπος και ποικίλος κώδικας δεοντολογίας που αναπτύχθηκε μεταξύ του 1170 και του 1220, ο οποίος ποτέ δεν αποφασίστηκε, ούτε συνοψίστηκε σε ένα ενιαίο έγγραφο και που συνδέεται με το μεσαιωνικό θεσμό του ιπποτισμού. Άλλωστε, μόνο μετά τον έρωτα ενός ιππότη ο άνθρωπος έμαθε ότι ο κόσμος είναι ολότελα δικός του και πως για χάρη του είναι ικανός να νικήσει όχι μόνο άλλους γενναίους και δράκοντες, αλλά τον ίδιο τον Θεό. Ετυμολογικά η λέξη «Ιππότης» σημαίνει «έφιππος πολεμιστής». Στα γαλλικά Chevalier δηλαδή καβαλάρης, στα αγγλικά Knight από το σαξονικό Knecht, που σημαίνει υπηρέτης ή «αυτός που υπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό». Θέλοντας εδώ να προσεγγίσουμε τον καθαυτόν ιπποτισμό της εποχής της στρατιωτικής του έκφρασης και της ανάπτυξης του, θα πρέπει να ανακαλύψουμε τα χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν σε σχέση με το οποιοδήποτε άλλο στρατιωτικό σύστημα στην ιστορία. Τα χαρακτηριστικά αυτά αποκαλύπτονται στις δύο φύσεις του Ιπποτισμού, την ιστορική και την μυθολογική. Μέσα στα μεσαιωνικά μυθιστορήματα και ιδιαίτερα στον μύθο του Γκράαλ (δηλαδή του Αγίου Δισκοπότηρου), οι ιππότες παρουσιάζονται όχι ως ένας απρόσωπος τακτικός στρατός όπου εκμηδενίζεται η αξία μοναδικότητας του ατόμου, αλλά ως μία κοινωνία μέσα στην οποία οι χαρακτήρες εκφράζονται ως προσωπικότητες και ανάλογα με τον χαρακτήρα της «περιπέτειας» αναλαμβάνουν δράση ατομικά ή συλλογικά. Αυτό το σημαντικό χαρακτηριστικό του ιπποτισμού καταδεικνύεται από το παράδειγμα των περιπλανώμενων ιπποτών και την σημασία του να φέρουν το προσωπικό τους οικόσημο. Ο Ιπποτισμός ως Τάγμα, είχε οριστεί ήδη σε όλες του τις διαστάσεις από το ρομαντικό μυθιστόρημα και συγκεκριμένα από τους Αρθουριανούς θρύλους και το παράδειγμα των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης. Και για να ενισχύσουμε τα προλεγόμενα, στον συγκεκριμένο κύκλο της Αναζήτησης του Γκράαλ, η πορεία του κάθε ιππότη ήταν σχεδόν αποκλειστικά ατομική. Όπως αναφέρει ο Erich Kohler, οι περιπέτειες τους είναι ατομικές περιπέτειες μέσω των οποίων οι ιππότες μπορούν να αποκτήσουν μια ταυτότητα που δεν είναι δυνατόν να αποκτηθεί μέσα στην ομάδα. Σε περίπτωση που ήταν αφοσιωμένοι στον κύριο τους και είχαν έφεση στα όπλα, χρίζονταν ιππότες στην ηλικία των 21. Οι ιππότες δεν ήταν απλοί πολεμιστές. Αποτελούσαν μέρος της κοινωνικής τάξης, όπως οι μοναχοί. Πέρα από την γενναιότητα στη μάχη, ο ιππότης έπρεπε να είναι και προστάτης των ανυπεράσπιστων και του δικαίου. Επίσης,  δεν έπρεπε να φτάνει στα άκρα ποτέ, να είναι ευγενής και όχι βάρβαρος αλλά ούτε και δειλός. Όσον αφορά τους αντιπάλους του, δεν έπρεπε να τους ταπεινώνει μετά τη μάχη.

ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ