Στην ελληνική μυθολογία η Έμπουσα ήταν ένα φάντασμα που υπηρετούσε τη θεά του κάτω κόσμου, Εκάτη, λειτουργώντας ως προάγγελος της δυστυχίας. Στην πραγματικότητα όμως ήταν μονοπόδαρη, φορούσε χάλκινο σανδάλι που κροτάλιζε απειλητικά κι είχε καπούλια γαϊδάρου. Αποπλανούσε τους ταξιδιώτες, τους έπινε το αίμα και τους έτρωγε τις σάρκες. O μόνος τρόπος άμυνας ήταν να εκστομίσουν εναντίον της βαριές βωμολοχίες.Η Έμπουσα αναφέρεται και στην κωμωδία του Αριστοφάνη «Βάτραχοι» ως το φάντασμα που τρομάζει τον θεό Διόνυσο στο ταξίδι του στον κάτω κόσμο. την ταυτίζουν με την Γελλώ ή την Μορμώ ενώ άλλοι την αναφέρουν μαζί με τον θαλάσσιο δαίμονα Πρωτέα, που είχε επίσης την ικανότητα της μεταμόρφωσης. Πάνω σε αυτό ο Λουκιανός στο βιβλίο του “Περί Ορχήσεως” θεωρεί τόσο τον Πρωτέα όσο και την Έμπουσα σα χορευτές, δηλαδή “μιμητικούς ανθρώπους που μπορούσαν να πάρουν ότι μορφή ήθελαν. Επίσης παρουσιαζόταν ως αγελάδα, πτηνό, όμορφη γυναίκα, σκύλος, δέντρο, πέτρα και με πολλές άλλες μορφές. ο Απολλώνιος ο Τυανέας, είδε την Έμπουσα στον Ινδό ποταμό. Έμπουσα, επίσης, αποκαλούσαν κοροϊδευτικά οι Αθηναίοι τη μητέρα του γνωστού ρήτορα Αισχίνη, η οποία ήταν ιέρεια των Μυστηρίων, και τα βράδια εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά στους μυούμενους και τους τρόμαζε.
ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ