Κυριακή 4 Μαΐου 2025

ΤΑΦΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ

 



Ο Γεώργιος Βιζυηνός (πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης), Βιζύη 8 Μαρτίου 1849 – Αθήνα, 15 Απριλίου 1896, ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Βιζυηνός θα ακολουθήσει τον Σωφρόνιο Β’ στην Κωνσταντινούπολη το 1872 και θα αποφασίσει να μαθητεύσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου γράφεται με τη μεσολάβηση του διευθυντή του Ελληνικού Λυκείου, Γεώργιου Χασιώτη, και με την προϋπόθεση να μη φορά ράσα. Έναν χρόνο αργότερα τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ποιητικά Πρωτόλεια» και γνωρίζει τον ισχυρό τραπεζίτη Γεώργιο Ζαρίφη, ο οποίος στο εξής θα είναι χορηγός και προστάτης του. Ο Βιζυηνός στρέφεται προς τη συγγραφή διηγημάτων, για να αναδειχθεί έτσι ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους. Παράλληλα, ερευνά ή ολοκληρώνει επιστημονικές μελέτες, που είχε ήδη αρχίσει μερικά χρόνια πριν και πάντως μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης, τον Φεβρουάριο του 1881. Το ποιητικό έργο του Βιζυηνού αποτελείται από τα έργα: Ποιητικά πρωτόλεια, Ο Κόδρος, Βοσπορίδες Αύραι (ή Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις), Ατθίδες Αύραι, καθώς και το χειρόγραφο Λυρικά. .Γράφει μελέτες ψυχολογικές, αισθητικές, φιλοσοφικές, λαογραφικές, άρθρα για εγκυκλοπαιδικά λεξικά, μεταφράζει ευρωπαϊκές μπαλάντες. Παράλληλα, συνεχίζει να ξεχωρίζει με τις ποιητικές του συλλογές: οι «Άραις μάραις κουκουνάραις» (Βοσπορίδες Αύραι) βραβεύονται το 1876 στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, οι «Εσπερίδες» κερδίζουν έπαινο την επόμενη χρονιά. Το 1890 αρχίζουν να τον ταλαιπωρούν πόνοι από νόσημα του μυελού των οστών που του φέρνουν αϋπνίες, τον καθιστούν ανίκανο να εργαστεί και τον εξαντλούν σωματικά και οικονομικά. Έπειτα από σύσταση γιατρού μεταβαίνει το καλοκαίρι του ίδιου έτους σε θερμές, ιαματικές πηγές στο Μπαντ Γκαστάιν (Bad Gastein) της Αυστρίας. Όλες οι θεραπείες αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Το 1892 το νόσημα εξελίσσεται σε φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στις 14 Απριλίου 1892 στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Εκεί ζει βυθισμένος σε ουτοπικές εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη (14 ετών), μαθήτριά του στο Ωδείο Αθηνών, την οποία επιθυμούσε να νυμφευθεί. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών. 

 

ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ