Η Σοφία Μπέμπου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη του νομού Λάρισας και κατόπιν στο Βόλο, όπου οι γονείς της εργάστηκαν . Ήταν 11 Μαρτίου του 1978 όταν η φωνή της Ελλάδας, η Σοφία Βέμπο, σίγησε για πάντα. Η κηδεία της έμοιαζε με συλλαλητήριο: πλήθος κόσμου έσπευσε να αποχαιρετήσει τη γυναίκα που ταυτίστηκε με το αλβανικό έπος, που τραγούδησε για την ελευθερία, που ύμνησε τον έρωτα, που αγάπησε και αγαπήθηκε όσο καμία. Το 1957 παντρεύτηκε με τον στιχουργό και θεατρικό συγγραφέα Μίμη Τραϊφόρο, με τον οποίο διατηρούσε πολύχρονη ερωτική σχέση και υιοθέτησαν μια κόρη την Χάιδω Βέμπο Τραϊφόρου που πέθανε τον Οκτώβριο του 2020 μέσα σε απόλυτη ένδεια στην Αθήνα. Μετά τον θάνατο της Σοφίας Βέμπο, ο Τραϊφόρος δημιούργησε σχέση και ως τον δικό του θάνατο έζησε με την Κρύσταλ Τσίχλα-Τραϊφόρου. Ακολουθώντας τους προβολείς των θεατρικών σκηνών που την έντυναν τα βράδια, η βιομηχανία του κινηματογράφου τη διεκδικεί και το φλερτ είναι επιτυχημένο. Η Σοφία Βέμπο εμφανίζεται στην «Προσφυγοπούλα» – ακολουθούν μέσα στα χρόνια η συμμετοχή της στην «Στέλλα» και το 1959 ο πρωταγωνιστικός ρόλος στην ταινία «Στουρνάρα 288». Αρκετά χρόνια αργότερα, μια μεγάλη στιγμή σημαδεύει τα τελευταία χρόνια της ζωής της: η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973. Καθώς το διαμέρισμά της βρίσκεται εκεί κοντά, η Βέμπο αψηφώντας τη χούντα των συνταγματαρχών δίνει άσυλο, ανοίγοντας την πόρτα της σε κυνηγημένα παιδιά. Όταν η Ασφάλεια έρχεται στο κατώφλι της λέει στον επικεφαλής:«Εγώ δε φοβήθηκα τον Ντούτσε, δε φοβήθηκα τον Χίτλερ. Είναι δυνατόν τώρα να φοβηθώ εσάς; Είναι ποτέ δυνατόν να φοβηθώ τους δικούς μου;» Και μ’ αυτή τη γενναία πράξη έπεσε η αυλαία των εθνικών της προσφορών.
ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ