Ο ταγματάρχης ήταν μέσα στο σκάφος, μαζί με τους υπόλοιπους και οδηγούνταν στο χώρο της μάχης. Ένας από τους άντρες του του είπε γελώντας “Αν δεν πεθάνουμε στη μάχη, θα πεθάνουμε από το σκάφος! Τρίζει ολόκληρο” Ο ταγματάρχης τον κοίταξε και του απάντησε γελώντας “Κανείς δεν ζει αιώνια. Αργά ή γρήγορα όλοι κάποτε πεθαίνουμε”. Το σκάφος προσγειώθηκε στη δασώδη περιοχή, οι άντρες βγήκαν από μέσα και απλώθηκαν στο χώρο που βρισκόταν οι εισβολείς. Σύντομα, κατάλαβαν ότι οι εισβολείς ήταν υπέρτεροι, ότι τα όπλα τους ήταν ανώτερα και ότι αυτό που είπε ως αστείο ο ταγματάρχης τους, ίσως ήταν η αλήθεια. Όσο και αν είχαν εκπαιδευτεί σκληρά, ο ταγματάρχης έβλεπε τους άντρες τους έναν -έναν να εξαϋλώνονται από τα όπλα των εχθρών ή να κομματιάζονται δίπλα του. Σήκωσε το μηχάνημα επικοινωνίας και ζήτησε ενισχύσεις. Όμως, οι ενισχύσεις δεν ήρθαν ποτέ. Δίπλα του, ένας από τους συντρόφους του, τυφλώθηκε από μια ριπή του εχθρού και είχε τραυματιστεί θανάσιμα. Φώναζε συνέχεια την μάνα του, μέχρι που ο ταγματάρχης σύρθηκε κοντά του, του έπιασε το χέρι και του είπε “Εδώ είμαι φίλε μου, μη φοβάσαι”. Εκείνος ξεψύχησε μέσα στο παραλήρημα του, λέγοντας “ευχαριστώ μάνα που ήρθες”. Όσο και αν συνέχισε ο ταγματάρχης να ζητάει ενισχύσεις και βοήθεια, ενισχύσεις από τον ουρανό και βοήθεια, δεν ήρθαν ποτέ. Αλλά αυτό δεν είναι το πιο δυσάρεστο. Σύντομα, ο ταγματάρχης κατάλαβε ότι οι εισβολείς δεν ήταν ένα είδος, αλλά πολλά, σαν κάποιος να έπαιζε με μια σκακιέρα και οι παίκτες να μην ήταν ένας αλλά πολλοί. Στο τέλος, ο ταγματάρχης απέμεινε μόνος του να πολεμάει. Και σκέφτηκε ότι μάλλον σήμερα θα πεθάνω. Άλλωστε μόνος μου γεννιέμαι, μόνος μου πεθαίνω. Γύρισε προς τους εισβολείς, τους κοίταξε και σκέφτηκε το εξής: θα σας ρίξω όσο μολύβι έχω και θα πάρω όσους περισσότερους μπορώ μαζί μου. Όταν του τελείωσαν τα πολεμοφόδια, χρησιμοποίησε τα δύο στιλέτα που είχε μαζί του, όντας περικυκλωμένος από τον εχθρό. Μια ριπή τον τίναξε μέτρα μακρυά και πέφτοντας στη γη, γύρισε το κεφάλι του και είδε τους εισβολείς να κατασπαράζουν τα σώματα των νεκρών συντρόφων του. Έχασε τις αισθήσεις του και όταν τις ξαναβρήκε, από πάνω του ήταν ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός που τον ρώτησε τι έγινε εκεί και πως κατάληξε σε τέτοιο σφαγείο. Τι απέγιναν οι άλλοι. Σήκωσε το χέρι του με όση δύναμη του απέμεινε, του ξήλωσε τα γαλόνια, του είπε “Διάολε, δεν ήρθατε ποτέ - μας αφήσατε μόνους μας. Δες πως μυρίζει αυτός ο τόπος - σαν κρεοπωλείο, από τα αίματα και τα κρέατα” και λιποθύμησε. Μετά από δεκαπέντε ημέρες, συνήλθε στο κρεββάτι ενός νοσοκομείου. Από πάνω του στεκόταν ο φίλος του με τα αστεία γυαλάκια που τον ρώτησε γιατί δεν λέει στους δικούς του και στην κοπέλα που για χάρη της πολεμούσε, το τι συμβαίνει. Ο ταγματάρχης τον κοίταξε και του απάντησε γελώντας “είναι απόρρητα και όπως ξέρεις, τα θηλυκά του πλανήτη μας δεν πρέπει να ξέρουν τι κάνουν τα αρσενικά, γιατί το παίρνουν πάνω τους. Φέρε μου ένα από εκείνα τα διαστημικά γλυκά και ένα από κείνα τα παράξενα τσιγάρα.” Ο φίλος του τον κοίταξε και του έδειξε μια μορφή από ένα μουσικό συγκρότημα που άκουγε εκείνο τον καιρό, και είπε γελώντας “Εύχομαι ο φίλος σου να μην καταλήξει σαν αυτό”. Οι δύο άντρες ακολούθησαν την πορεία τους καθώς από όλα όσα περιγράφονται σε αυτές τις γραμμές, οι φιλία αυτών των δύο αντρών αλλά και αυτών που πέθαναν δίπλα στον ταγματάρχη, είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα σε όλο το σύμπαν.
ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ