Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΚΟΨΙΔΑΣ ΕΝΑΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΖΩΗΣ!

 

 


 

 

 Τον Θεοδόση Κοψιδά τον γνώρισα πολύ μικρός, ως οικογενειακό φίλο, και μου στάθηκε σαν φίλος αλλά και δάσκαλος επί χρόνια. Ήταν αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και πέρασα πολλά Σαββατοκύριακα σε λέσχες αξιωματικών του Π.Ν.

Από μικρός με μάθαινε τεχνικές ελληνορωμαϊκής πάλης, καθώς ήταν παλαιστής ελληνορωμαϊκής. Χαρακτηριστικά, με έπιανε από το αφτί και μου έκανε μια τεχνική της ελληνορωμαϊκής που έσφιγγε το στομάχι του και μου έλεγε «Βάρα!». Κι εγώ όταν τον βαρούσα γροθιές, δεν καταλάβαινε τίποτα. Τότε μου έλεγε: «Μάθε τους, σπουργίτη, να μην τα βάζουν με τα σιδερά!».
Επίσης, είχε μία τεράστια αποθήκη με λογής πράγματα. Πολλές φορές με έπαιρνε μαζί του, με έβαζε και έκανα δουλειές—όπως να πλένω το αμάξι του—και μετά με πήγαινε μέσα στην αποθήκη και μου έλεγε: «Εντάξει, δούλεψες. Πες μου τι θες να σου δώσω από εδώ;».
Ασχολήθηκε και με την πολιτική. Ήταν επί χρόνια σύμβουλος στον Δήμο Πειραιά. Κάπως έτσι βρέθηκα από μικρή ηλικία καλεσμένος μαζί του σε δεξιώσεις πολιτικών και πολλών επισήμων της χώρας. Επίσης, ένα από τα γραφεία του στον δήμο ήταν εκεί που μάζευε τα παλιά αυτοκίνητα ο δήμος. Πάλι με έπαιρνε μαζί του, μου έδινε εργαλεία και με έστελνε να ξυλίσω από τα παλιά αμάξια ό,τι ήθελα.
Στα δώδεκα μου με έβαλε στο εσωτερικό υποβρυχίου, ώστε να δω πώς είναι ένα υποβρύχιο από κοντά, και με ανέβασε στο παροπλισμένο πλοίο —τότε του πειράματος της Φιλαδέλφειας— και το εξερεύνησα. Επί ώρες έπαιζε μαζί μου φλίπερ. Επίσης, κάποτε μου έφερε δώρο ένα σκαλιστό ξύλινο ντόμινο και καθόταν μαζί με εμάς τα πιτσιρίκια και έπαιζε ντόμινο.
Από μένα ζητούσε πάντα να λειτουργώ με κανόνες και πειθαρχία.
Όμως, έκανε και πράγματα καθαρά ανθρώπινα για μένα. Στα 8 μου έκανα ένα χειρουργείο. Όταν βγήκα από το χειρουργείο, δεν έφυγε από δίπλα μου. Με κρατούσε από το χέρι κι εγώ, από τον πόνο, με το άλλο χέρι κρατούσα τον σκελετό του μεταλλικού κρεβατιού. Από τον πόνο, μάλιστα, στράβωσα τον σκελετό του κρεβατιού. Τότε κατάλαβε το μέγεθος του πόνου και πήγε να ζητήσει εξηγήσεις. Εκεί έμαθε ένα τρομερό λάθος των γιατρών: ότι, ναι μεν με είχαν χειρουργήσει και αναισθητοποιήσει κατά το χειρουργείο, αλλά από ιατρικό λάθος δεν μου είχαν δώσει παυσίπονα. Με είχαν κόψει επιμελέστατα, με είχαν ράψει, αλλά ουδέποτε μου χορηγήθηκε παυσίπονο. Φυσικά και το Γενικό Αθηνών «σηκώθηκε στον αέρα».
Επίσης, ένα σπουδαίο πράγμα που έκανε —και ίσως και πολύ αντρικό— ήταν το εξής: Ήμασταν μέσα στο αμάξι του, όταν τέσσερις αλήτες έξω από το αμάξι άρχισαν να βρίζουν με πολύ πρόστυχα λόγια εμένα και την αδελφή μου (ήμασταν μόνο 8 χρονών εγώ και 11 η αδελφή μου). Ο Θεοδόσης εκείνη τη μέρα ήταν με ισχυρή ψύξη. Με δυσκολία κινούσε τα χέρια του και δεν μπορούσε να στρίψει δεξιά το κεφάλι του. Όμως βγήκε από το αμάξι. Ουσιαστικά, γνωρίζοντας ότι ήταν τέσσερις κι αυτός μόνος, σχεδόν ανήμπορος, βγήκε για να υπερασπιστεί τα δυο πιτσιρίκια. Γνωρίζοντας ότι οι άλλοι ήταν πιο πολλοί, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να παλέψει καν όπως έπρεπε, βγήκε.
Αυτός ήταν ένας από τους δασκάλους μου στη ζωή και ήταν τιμή μου που περπάτησε πλάι μου.
 
 
 
ΓΡΑΦΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ